- φθόριμος
- φθόριμος, (1) act., verderblich; (2) neutr., vergänglich
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φθόριμος — destructive masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθόριμος — ίμη, ον, Α 1. ολέθριος, καταστρεπτικός 2. αυτός που υπόκειται σε φθορά, φθαρτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθορά (ή φθόρος) + κατάλ. ιμος (πρβλ. νόστ ιμος)] … Dictionary of Greek
φθορίμων — φθόριμος destructive fem gen pl φθόριμος destructive masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθόριμον — φθόριμος destructive masc acc sg φθόριμος destructive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθοριμαίος — αία, ον, ΝΑ αυτός που έχει καταστρεπτικές ιδιότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθόριμος + κατάλ. αῖος*] … Dictionary of Greek